Η γιαγιά μας η Σταμάτα όπως έχει μείνει στο νού μου
Την ύστερή της την πνοή την άρπαξε το αγέρι,
όλα τα μύρα κ’ οι δροσιές ολόγυρα της ήσαν,
κι ήρθαν αγάλια οι άγγελοι και τη γλυκοφιλήσαν...
Σαν κύμα, μόνο τα παιδιά ψυχομαχούν κι οι γέροι...
Την ύστερή της την πνοή την άρπαξε το αγέρι.
Απόψε πέθανε η γιαγιά
Απόψε πέθανε η γιαγιά στο αντικρυνό το σπίτι·
ένα κερί θαμπό θαμπό στο τζάμι σιγοτρέμει,
κλαίει με πικρό παράπονο σε μια γωνιά η ανέμη...
ένα κερί θαμπό θαμπό στο τζάμι σιγοτρέμει,
κλαίει με πικρό παράπονο σε μια γωνιά η ανέμη...
θα πέταξε η ψυχούλα της προς τον Αποσπερίτη…
Απόψε πέθανε η γιαγιά στο αντικρινό το σπίτι.
Απόψε πέθανε η γιαγιά στο αντικρινό το σπίτι.
Κοιμήθηκε. Πόσο απαλά κοιμάται όποιος πεθαίνει!
όλα βουβάθηκαν με μιας και ντύθηκαν στα μαύρα,
μια σκιά προς τα μεσάνυχτα φτερούγησε στην αύρα…
Μην ήταν η ψυχούλα της η παραπονεμένη;
Κοιμήθηκε. Πόσο απαλά κοιμάται όποιος πεθαίνει!
Την ύστερή της την πνοή την άρπαξε το αγέρι,
όλα τα μύρα κ’ οι δροσιές ολόγυρα της ήσαν,
κι ήρθαν αγάλια οι άγγελοι και τη γλυκοφιλήσαν...
Σαν κύμα, μόνο τα παιδιά ψυχομαχούν κι οι γέροι...
Την ύστερή της την πνοή την άρπαξε το αγέρι.
Άσπρες ψυχές των συντριμμιών και των παιδιών πού πάτε;
Με τη γιαγιά, ολομόναχο, την αποκοιμισμένη,
πώς φέγγει το θαμπό κερί και τρέμει κι ανασαίνει!
Ανατριχιάζει το θαμπό κερί, σαν να φοβάται…
Άσπρες ψυχές των συντριμμιών και των παιδιών πού πάτε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου